- ελεγχείη
- ἐλεγχείη, η (Α)βρισιά, ονειδισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεγχείη — reproach fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχείην — ἐλεγχείη reproach fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχείης — ἐλεγχείη reproach fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχείῃσι — ἐλεγχείη reproach fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχεία — ἐλεγχείᾱ , ἐλεγχείη reproach fem nom/voc/acc dual ἐλεγχείᾱ , ἐλεγχείη reproach fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχείας — ἐλεγχείᾱς , ἐλεγχείη reproach fem acc pl ἐλεγχείᾱς , ἐλεγχείη reproach fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδείη — ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)] … Dictionary of Greek
ἐλεγχείαν — ἐλεγχείᾱν , ἐλεγχείη reproach fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)